- μυριοπάλαι
- μῡρῐο-πάλαι [pron. full] [ᾰ], Adv.A time out of mind, Eust.725.40; cf. τρισμυριοπάλαι.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυριοπάλαι — και μυριόπαλαι (ΑΜ) επίρρ. πριν από πάρα πολύ χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + πάλαι] … Dictionary of Greek
μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή … Dictionary of Greek